Greek Meaning of stye
κριθάρι
Other Greek words related to κριθάρι
Nearest Words of stye
Definitions and Meaning of stye in English
stye (n)
an infection of the sebaceous gland of the eyelid
FAQs About the word stye
κριθάρι
an infection of the sebaceous gland of the eyelid
χωματερή,κόλαση,τρύπα,ακαταστασία,χοιροστάσιο,Χοιροστάσιο,σκορπαρισμένα,χάος,Σύγχυση,αταξία
No antonyms found.
sty => χοιροστάσιο, stuttgart => Στουτγκάρδη, stutterer => τραυλός, stutter => τραυλισμός, sturt's desert pea => Το μπιζέλι της ερήμου του Στουρτ,