FAQs About the word stunk

μύριζε άσχημα

βρώμαγε,μυρωδιά,αηδιασμένος,εκπνοή,προσβεβλημένος,τηκόμενος,φθαρμένο,αποσυντεθείς,απωθημένος,εξεγερμένος

κυβερνούσε,κούνησε

stumps => κούτσουρα, stumpers => αδιέξοδα, stumped => απορημένος, stumbling blocks => εμπόδια, stumbling (upon) => Σκοντάφτω (σε κάτι),