Greek Meaning of stunk
μύριζε άσχημα
Other Greek words related to μύριζε άσχημα
Nearest Words of stunk
Definitions and Meaning of stunk in English
stunk
FAQs About the word stunk
μύριζε άσχημα
βρώμαγε,μυρωδιά,αηδιασμένος,εκπνοή,προσβεβλημένος,τηκόμενος,φθαρμένο,αποσυντεθείς,απωθημένος,εξεγερμένος
κυβερνούσε,κούνησε
stumps => κούτσουρα, stumpers => αδιέξοδα, stumped => απορημένος, stumbling blocks => εμπόδια, stumbling (upon) => Σκοντάφτω (σε κάτι),