Greek Meaning of staggerer

τσαπατσούλης

Other Greek words related to τσαπατσούλης

Definitions and Meaning of staggerer in English

Wordnet

staggerer (n)

someone who walks unsteadily as if about to fall

FAQs About the word staggerer

τσαπατσούλης

someone who walks unsteadily as if about to fall

ταλάντευση,κύλισμα,Ανάμειξη,σκοντάφτω,κλυδωνίζω,υφαίνει,γέρνω,κιθάρι,Κουβάρι,πέτρα

συνεχίζω,αποφασίζω,πρόοδος,Κατάδυση (σε),βουτάω (μέσα),ανακατεύω,προϋπολογισμός

staggered head => με κλιμακωτό κεφάλι, staggered board of directors => κλιμακωτό διοικητικό συμβούλιο, staggerbush => Στουαρτία, stagger head => κεφάλι που τριγυρίζει, stagger bush => Φυτό τοξικόδενδρον,