FAQs About the word sensationalizing

αισθηματικός

to present in a sensational manner

εκτεταμένος,υπερβάλλοντας,υπερτονίζοντας,Χρωματισμός,Μελοδραματικός,υπερβολή,υπερβολή,υπερβολή,stretching,στολισμός

Μειωτικός,Ελαχιστοποίηση,υποτιμώ,υποτίμηση

sensationalize => sensationalize, senryu => σενριού, senoritas => señoritas, senoras => κυρίες, seniors => ηλικιωμένοι,