Greek Meaning of sensationalizing
αισθηματικός
Other Greek words related to αισθηματικός
Nearest Words of sensationalizing
Definitions and Meaning of sensationalizing in English
sensationalizing
to present in a sensational manner
FAQs About the word sensationalizing
αισθηματικός
to present in a sensational manner
εκτεταμένος,υπερβάλλοντας,υπερτονίζοντας,Χρωματισμός,Μελοδραματικός,υπερβολή,υπερβολή,υπερβολή,stretching,στολισμός
Μειωτικός,Ελαχιστοποίηση,υποτιμώ,υποτίμηση
sensationalize => sensationalize, senryu => σενριού, senoritas => señoritas, senoras => κυρίες, seniors => ηλικιωμένοι,