Greek Meaning of selectivity

Επιλεκτικότητα

Other Greek words related to Επιλεκτικότητα

Definitions and Meaning of selectivity in English

Wordnet

selectivity (n)

the property of being selective

FAQs About the word selectivity

Επιλεκτικότητα

the property of being selective

ακρίβεια,εγρήγορση,διάκριση,ακρίβεια,προσοχή,προσοχή,σύνεση,συνειδητότητα,ακρίβεια,ακρίβεια

γενικότητα,ανακρίβεια,Αανακρίβεια,αοριστία,ασαφήνεια,Ανακρίβεια

selective-serotonin reuptake inhibitor => Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, selectively => επιλεκτικά, selective service system => Σύστημα επιλεκτικής στρατολόγησης, selective service => Στράτευση, selective lipectomy => Επιλεκτική λιποπλαστική,