Greek Meaning of selectness
Επιλεκτικότητα
Other Greek words related to Επιλεκτικότητα
Nearest Words of selectness
- selectmen => selectmen
- selectman => Ψηφοφόρος
- selectivity => Επιλεκτικότητα
- selective-serotonin reuptake inhibitor => Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης
- selectively => επιλεκτικά
- selective service system => Σύστημα επιλεκτικής στρατολόγησης
- selective service => Στράτευση
- selective lipectomy => Επιλεκτική λιποπλαστική
- selective jamming => Επιλεκτικός παρεμβολισμός
- selective information => Επιλεκτική πληροφόρηση
Definitions and Meaning of selectness in English
selectness (n.)
The quality or state of being select.
FAQs About the word selectness
Επιλεκτικότητα
The quality or state of being select.
επιλέγω,διαλέγω,επιλέγω,ορίσει,εκλέγω,επιλέγω με το χέρι,όνομα,επιλέγω (για),προτιμώ,(επιλέγω) μοναδικό
πτώση,αρνούμαι,απορρίπτω,απορρίπτω,αποδοκιμάζω,απορρίπτω,αρνητικός,αποκηρύσσω,πετάω,περιφρονώ
selectmen => selectmen, selectman => Ψηφοφόρος, selectivity => Επιλεκτικότητα, selective-serotonin reuptake inhibitor => Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, selectively => επιλεκτικά,