FAQs About the word rouster

Definition not available

longshoreman, deckhand

Ντόκερ,λιμενεργάτης,Φορτοεκφορτωτής,Εργάτης της πετρελαϊκής βιομηχανίας,λιμενεργάτης,λιμενεργάτης

No antonyms found.

rousted => βγήκε από το κρεβάτι, roustabouts => Εργάτες, rouses => διεγείρει, roundups => επιδρομές, roundtables => στρογγυλά τραπέζια,