Greek Meaning of reviser
Επιθεωρητής
Other Greek words related to Επιθεωρητής
Nearest Words of reviser
Definitions and Meaning of reviser in English
reviser (n)
someone who puts text into appropriate form for publication
reviser (n.)
One who revises.
FAQs About the word reviser
Επιθεωρητής
someone who puts text into appropriate form for publicationOne who revises.
παραποιώ,αλλαγή,Τροποποιώ,ανακαίνιση,επαναεργασία,ανακατασκευάζω,επανάληψη,αναδιαμορφώ,επαναδημιουργία,ανακαίνιση
επισκευή,σετ,παγώνω,σταθεροποιώ
revised version => Αναθεωρημένη έκδοση, revised standard version => Αναθεωρημένη Στερεότυπη Έκδοση, revised => αναθεωρημένο, revise => αναθεωρώ, revisal => αναθεώρηση,