FAQs About the word revised version

Αναθεωρημένη έκδοση

a British revision of the Authorized Version

No synonyms found.

No antonyms found.

revised standard version => Αναθεωρημένη Στερεότυπη Έκδοση, revised => αναθεωρημένο, revise => αναθεωρώ, revisal => αναθεώρηση, revisable => αναθεωρήσιμος,