Greek Meaning of retool
ανασκευάζω
Other Greek words related to ανασκευάζω
Nearest Words of retool
- retold => ξαναδιηγηθεί
- retitelae => αμφιβληστροειδές
- retistene => αντίσταση
- retiring => συνταξιοδότηση
- retirer => αφαιρώ
- retirement savings plan => Σχέδιο αποταμιεύσεων συνταξιοδότησης
- retirement savings account => Λογαριασμός αποταμίευσης συνταξιοδότησης
- retirement program => Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα
- retirement plan => Σχέδιο συνταξιοδότησης
- retirement pension => σύνταξη
Definitions and Meaning of retool in English
retool (v)
revise or reorganize, especially for the purpose of updating and improving
provide (a workshop or factory) with new tools
FAQs About the word retool
ανασκευάζω
revise or reorganize, especially for the purpose of updating and improving, provide (a workshop or factory) with new tools
μετακίνηση,Ανταλλαγή,αναδιατάσσω,επαναστατικοποιώ,μεταμορφώνω,μετασχηματίζω,παραποιώ,μετατρέπω,παραμόρφωση,μεταμορφώνω
επισκευή,σετ,σταθεροποιώ,παγώνω
retold => ξαναδιηγηθεί, retitelae => αμφιβληστροειδές, retistene => αντίσταση, retiring => συνταξιοδότηση, retirer => αφαιρώ,