Greek Meaning of retirement pension
σύνταξη
Other Greek words related to σύνταξη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of retirement pension
- retirement fund => Ταμείο συντάξεων
- retirement complex => Συγκρότημα κατοικιών για συνταξιούχους
- retirement community => κοινότητα συνταξιούχων
- retirement check => επιταγή σύνταξης
- retirement benefit => σύνταξη
- retirement account => Συνταξιοδοτικός λογαριασμός
- retirement => συνταξιοδότηση
- retiree => συνταξιούχος
- retired person => Συνταξιούχος
- retired => συνταξιούχος
- retirement plan => Σχέδιο συνταξιοδότησης
- retirement program => Συνταξιοδοτικό πρόγραμμα
- retirement savings account => Λογαριασμός αποταμίευσης συνταξιοδότησης
- retirement savings plan => Σχέδιο αποταμιεύσεων συνταξιοδότησης
- retirer => αφαιρώ
- retiring => συνταξιοδότηση
- retistene => αντίσταση
- retitelae => αμφιβληστροειδές
- retold => ξαναδιηγηθεί
- retool => ανασκευάζω
Definitions and Meaning of retirement pension in English
retirement pension (n)
a monthly payment made to someone who is retired from work
FAQs About the word retirement pension
σύνταξη
a monthly payment made to someone who is retired from work
No synonyms found.
No antonyms found.
retirement fund => Ταμείο συντάξεων, retirement complex => Συγκρότημα κατοικιών για συνταξιούχους, retirement community => κοινότητα συνταξιούχων, retirement check => επιταγή σύνταξης, retirement benefit => σύνταξη,