FAQs About the word retiree

συνταξιούχος

someone who has retired from active working

No synonyms found.

No antonyms found.

retired person => Συνταξιούχος, retired => συνταξιούχος, retire => συνταξιοδοτούμαι, retirade => Οπισθοχώρηση, retiracy => Αντιστροφή συνταξιοδότησης,