Greek Meaning of make over

μεταμόρφωση

Other Greek words related to μεταμόρφωση

Definitions and Meaning of make over in English

Wordnet

make over (v)

use again in altered form

make new

FAQs About the word make over

μεταμόρφωση

use again in altered form, make new

μετατρέπω,μετασχηματίζω,Προσαρμόζω,αλχημεία,παραποιώ,μεταμορφώνω,ανακαίνιση,αντικαταστήσει,επαναεργασία,μεταμορφώνω

απαλλοτριώνω

make out => βγω, make noise => κάνω θόρυβο, make no bones about => να λέει κανείς τα πράγματα με το όνομά τους, make merry => γιορτάζω, make it => φτιάξε,