FAQs About the word replanted

Κι επφυτεύτη

to subject to replantation, to provide with new plants, to plant again or anew

μεταμοσχευμένο,με κρεβάτια,μεταδιδόμενο,τρυπημένος,φυτεμένος,γλάστρα,βάλω μέσα,διασκορπισμένο,με σπόρους,μετάδοση

συλλεγμένοι,συγκομίστηκε,θερίζω

replacements => Αντίγραφα, replaced => αντικατέστησε, repining (for) => Επιθυμία, repining => πικραμένος, repined (for) => ποθώ (κάτι),