FAQs About the word replumbing

Υδραυλικές Εγκαταστάσεις

to plumb (something) again, to supply (something) with new plumbing

μέτρηση,υδραυλικός,κλιμάκωση,καλύπτοντας,μέτρηση,Μέτρηση βάθους,ήχος

No antonyms found.

replumbed => αναπληρωμένος, replumb => Αλλάζω την υδραυλική εγκατάσταση, replicating => πολλαπλασιασμός, replicas => αντίγραφα, replants => Επαναφυτεύει,