Greek Meaning of receivable

απαιτήσεις

Other Greek words related to απαιτήσεις

Definitions and Meaning of receivable in English

Wordnet

receivable (s)

awaiting payment

Webster

receivable (a.)

Capable of being received.

FAQs About the word receivable

απαιτήσεις

awaiting paymentCapable of being received.

παραβάτης,Εξαιρετικός,οφειλόμενος,οφειλόμενος,απλήρωτος,οφειλόμενος,ληξιπρόθεσμο,πληρωτέος,Ώριμος,ανήσυχος

ξεκαθαρισμένο,εκκαθαρισμένος,εξοφλημένος,αδικαιολόγητος,εγκαταστημένος,πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο),προπληρωμένο

receivability => αποδεκτότητα, receit => απόδειξη, receipts => αποδείξεις, receiptor => παραλήπτης, receiptment => απόδειξη,