FAQs About the word receipts

αποδείξεις

the entire amount of income before any deductions are made

πιστοποιητικά,τέλη,τιμολόγια,σημειώσεις,Δηλώσεις,λoγαριασμοί,επιταγές,κόστη,Κουπόνια,έγγραφα

No antonyms found.

receiptor => παραλήπτης, receiptment => απόδειξη, receipting => απόδειξη, receipted => εισπραχθέν, receipt => απόδειξη,