Greek Meaning of raciness
raciness
Other Greek words related to raciness
Nearest Words of raciness
- racine => ρίζα
- racily => γευστικά
- racially => φυλετικά
- racialism => ρατσισμός
- racial segregation => Φυλετικός διαχωρισμός
- racial profiling => Φυλετική ταυτοποίηση
- racial immunity => Φυλετική ανοσία
- racial discrimination => Φυλετική διάκριση
- racial => φυλετικός
- rachycentron canadum => Καναδικός κρανιόψαρος
Definitions and Meaning of raciness in English
raciness (n)
a strong odor or taste property
behavior or language bordering on indelicacy
raciness (n.)
The quality of being racy; peculiar and piquant flavor.
FAQs About the word raciness
Definition not available
a strong odor or taste property, behavior or language bordering on indelicacyThe quality of being racy; peculiar and piquant flavor.
θερμότητα,πικαντίλα,καυστικότητα,μπαχαρικό,Πικάντικο,Τανγκ,Ζήλος,βόμβος,οξύτητα,Ανυπομονησία
ανία,Ανία,επίπεδο,Ανέμπνευστος,προβλεψιμότητα,Άγευστος,ανοστιά,μονοτονία,κοινοτοπία,ομοιότητα
racine => ρίζα, racily => γευστικά, racially => φυλετικά, racialism => ρατσισμός, racial segregation => Φυλετικός διαχωρισμός,