Greek Meaning of racialism
ρατσισμός
Other Greek words related to ρατσισμός
Nearest Words of racialism
- racial segregation => Φυλετικός διαχωρισμός
- racial profiling => Φυλετική ταυτοποίηση
- racial immunity => Φυλετική ανοσία
- racial discrimination => Φυλετική διάκριση
- racial => φυλετικός
- rachycentron canadum => Καναδικός κρανιόψαρος
- rachycentridae => Κορυφαίνιδες
- rachmaninov => Ραχμάνινωφ
- rachmaninoff => Ραχμάνινοφ
- rachitome => Ραχίτιδα
Definitions and Meaning of racialism in English
racialism (n)
discriminatory or abusive behavior towards members of another race
FAQs About the word racialism
ρατσισμός
discriminatory or abusive behavior towards members of another race
Ρατσισμός,διαχωρισμός,Απαρτχάιντ,Ευγονική
ενοποίηση,Απο-σεγρεγκασιονισμός
racial segregation => Φυλετικός διαχωρισμός, racial profiling => Φυλετική ταυτοποίηση, racial immunity => Φυλετική ανοσία, racial discrimination => Φυλετική διάκριση, racial => φυλετικός,