FAQs About the word pistoling

Definition not available

of Pistol

Κανόνισμα,ελεύθερος σκοπευτής (σε),φλεγόμενος,εξάλειψη,Ξεφύσημα,κατέβαση,Καταστροφικός,αποστολή,κάνει μέσα,πολυβολείν

No antonyms found.

pistoleer => Πιστολέρο, pistol shrimp => Πιστόλι γαρίδας, pistillody => γυνοστέμιο, pistillode => Πιστίλλιο, pistilliferous => Γονιμοφόρος,