Greek Meaning of picturing

απεικόνιση

Other Greek words related to απεικόνιση

Definitions and Meaning of picturing in English

Wordnet

picturing (n)

visual imagery

visual representation as by photography or painting

Webster

picturing (p. pr. & vb. n.)

of Picture

FAQs About the word picturing

απεικόνιση

visual imagery, visual representation as by photography or paintingof Picture

απεικονίζοντας,απεικονίζοντας,περιγραφικός,εκπροσώπηση,οριοθέτηση,Διαγράμματα,τεκμηρίωση,εικονογραφική,Απεικόνιση,Περίγραμμα

Χρωματισμός,παραμορφωτικό,κατασκευάζοντας,παραπλανητικός,εσφαλμένη δήλωση,εκτροπή,Στρέβλωση,παραμόρφωση,παραποίηση,Λανθασμένη περιγραφή

picturesquish => γραφικός, picturesqueness => γραφικότητα, picturesquely => γραφικά, picturesque => γραφικός, picturer => ζωγράφος,