Greek Meaning of pastorally
ποιμενικά
Other Greek words related to ποιμενικά
- διθύραμβος
- είδυλλίο
- ελεγεία
- επικός
- Επίγραμμα
- έπος
- γεωργικά
- ειδυλλιακός
- ειδυλλιακό
- limerick
- Στίχοι
- μαδριγάλι
- ωδή
- ποιμενικό
- ποίημα
- ψαλμός
- Σονέτο
- Ανακρεόντειος
- μπαλάντα
- Κλερίχιου
- Αγγλικό σονέτο
- επωδός
- έπος
- κουδούνισμα
- θρηνείν
- ομοιοκαταληξία
- πάχνη
- ροντώ
- Ροντέλ
- Ροντέλ
- ρούνος
- τραγούδι
- Τριολέτο
- Βιλανέλα
- λευκό στίχο
- Ελεύθερος στίχος
- χαϊκού
- τοποθετώ
- Γλέντια
- Ποίηση
- ποίηση
- Τάνκα
- ελευθερος στίχος
- στιχοπλοκία
- σενριού
Nearest Words of pastorally
Definitions and Meaning of pastorally in English
pastorally (adv.)
In a pastoral or rural manner.
In the manner of a pastor.
FAQs About the word pastorally
ποιμενικά
In a pastoral or rural manner., In the manner of a pastor.
διθύραμβος,είδυλλίο,ελεγεία,επικός,Επίγραμμα,έπος,γεωργικά,ειδυλλιακός,ειδυλλιακό,limerick
αστικός,μητροπολίτης,δημοτικός,αστικοποιημένος,αστικοποιημένος,μετρό,μη αγροτικό,μη αγροτικός
pastorale => ποιμενικό, pastoral => Ποιμενικός, pastorage => βοσκοτόπι, pastor sturnus => Κοινός ψαρόνι, pastor roseus => Ροζ ποιμένας,