Greek Meaning of out of stock

εξαντλημένο

Other Greek words related to εξαντλημένο

Definitions and Meaning of out of stock in English

Wordnet

out of stock (s)

not available for sale or use

FAQs About the word out of stock

εξαντλημένο

not available for sale or use

κλάνος,οικογένεια,άνθρωποι,σπίτι,αγώνας,φυλή,Αίμα,Απόγονος,Απόγονος,δυναστεία

γέννηση,κατάβαση,εκχύλιση,προέλευση,καταγωγή (katagogí),Γενεαλογικό δέντρο

out of sight => αόρατο, out of reach => μακριά από το βεληνεκές, out of print => εξαντλημένο, out of practice => Εκτός εξάσκησης, out of play => εκτός παιχνιδιού,