Greek Meaning of orally

προφορικά

Other Greek words related to προφορικά

Definitions and Meaning of orally in English

Wordnet

orally (r)

(of drugs) through the mouth rather than through injection; by mouth

by spoken rather than written means

Webster

orally (adv.)

In an oral manner.

By, with, or in, the mouth; as, to receive the sacrament orally.

FAQs About the word orally

προφορικά

(of drugs) through the mouth rather than through injection; by mouth, by spoken rather than written meansIn an oral manner., By, with, or in, the mouth; as, to

ομιλούμενος,προφέρεται,φωνητικός,φωνήεν‎,ψιθυρισμένο,αρθρωτά,ανέπνεε,εκφωνημένος,προφορικός,μούγγρισε

άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,ανείπωτο,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος

oral stage => στοματικό στάδιο, oral smear => στοματικό επίχρισμα, oral roberts => στοματικό roberts, oral presentation => Προφορική παρουσίαση, oral poliovirus vaccine => Εμβόλιο πολιομυελίτιδας από το στόμα,