FAQs About the word orang

άτομο

large long-armed ape of Borneo and Sumatra having arboreal habitsSee Orang-outang.

No synonyms found.

No antonyms found.

oran => πορτοκάλι, orally => προφορικά, oral stage => στοματικό στάδιο, oral smear => στοματικό επίχρισμα, oral roberts => στοματικό roberts,