Greek Meaning of orang
άτομο
Other Greek words related to άτομο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of orang
- oran => πορτοκάλι
- orally => προφορικά
- oral stage => στοματικό στάδιο
- oral smear => στοματικό επίχρισμα
- oral roberts => στοματικό roberts
- oral presentation => Προφορική παρουσίαση
- oral poliovirus vaccine => Εμβόλιο πολιομυελίτιδας από το στόμα
- oral phase => στοματική φάση
- oral personality => Προφορική προσωπικότητα
- oral herpes => Τρομώδες πυογόνο έλκος
- orange => πορτοκαλί
- orange balsam => Πορτοκαλί βάλσαμο
- orange bat => Πορτοκαλί νυχτερίδα
- orange daisy => Πορτοκαλί μαργαρίτα
- orange fleabane => Πορτοκαλί ηλιοτρόπιο
- orange free state => Ελεύθερη Πολιτεία της Πορτοκαλιάς
- orange grass => Πορτοκαλί γρασίδι
- orange group => Πορτοκαλί ομάδα
- orange grove => Πορτοκαλί Grove
- orange hawkweed => Πορτοκαλί ιεράκιο
Definitions and Meaning of orang in English
orang (n)
large long-armed ape of Borneo and Sumatra having arboreal habits
orang (n.)
See Orang-outang.
FAQs About the word orang
άτομο
large long-armed ape of Borneo and Sumatra having arboreal habitsSee Orang-outang.
No synonyms found.
No antonyms found.
oran => πορτοκάλι, orally => προφορικά, oral stage => στοματικό στάδιο, oral smear => στοματικό επίχρισμα, oral roberts => στοματικό roberts,