Greek Meaning of occur (to)
να συμβαίνει (σε κάποιον)
Other Greek words related to να συμβαίνει (σε κάποιον)
Nearest Words of occur (to)
Definitions and Meaning of occur (to) in English
occur (to)
to be thought of by (someone)
FAQs About the word occur (to)
να συμβαίνει (σε κάποιον)
to be thought of by (someone)
έρχομαι (σε),Απεργία,σταυρός,αυγή (σε),θυμάμαι,εμφανίζω,: φτάνω,αναδύομαι,μαθαίνω,Απομνημονεύω
ξεχάσω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,ξεμάθω
occupations => Επαγγέλματα, occupants => επιβάτες, occultists => αποκρυφιστές, occultisms => αποκρυφισμός, occluding => αποφρακτικό,