FAQs About the word occur (to)

να συμβαίνει (σε κάποιον)

to be thought of by (someone)

έρχομαι (σε),Απεργία,σταυρός,αυγή (σε),θυμάμαι,εμφανίζω,: φτάνω,αναδύομαι,μαθαίνω,Απομνημονεύω

ξεχάσω,αδιαφορία,αμέλεια,παραβλέπω,ξεμάθω

occupations => Επαγγέλματα, occupants => επιβάτες, occultists => αποκρυφιστές, occultisms => αποκρυφισμός, occluding => αποφρακτικό,