Greek Meaning of occupations
Επαγγέλματα
Other Greek words related to Επαγγέλματα
- επαγγέλματα
- κλήσεις
- κλήσεις
- παιχνίδια
- θέσεων εργασίας
- γραμμές
- εμπόρια
- έργα
- ραντεβού
- τέχνες
- αναθέσεις
- εισιτήρια
- Επιχειρήσεις
- κλήσεις
- χειροτεχνίες
- καθήκοντα
- αρραβώνες
- επιχειρήσεις
- πεδία
- συναρτήσεις
- συναυλίες
- χειροτεχνία
- βάζει
- φορτία
- επαγγέλματα
- επαγγέλματα
- αποστολές
- γραφεία
- μέρη
- θέσεις
- δημοσιεύσεις
- ρακέτες
- Καταστάσεις
Nearest Words of occupations
Definitions and Meaning of occupations in English
occupations
the holding and control of an area by a foreign military force, the military force occupying a country or the policies carried out by it, the holding of an office or position, the act or process of taking possession of a place or area, the taking possession and control of an area, one's business or profession, the possession, use, or settlement of land, the principal business of one's life, an activity in which one engages
FAQs About the word occupations
Επαγγέλματα
the holding and control of an area by a foreign military force, the military force occupying a country or the policies carried out by it, the holding of an offi
επαγγέλματα,κλήσεις,κλήσεις,παιχνίδια,θέσεων εργασίας,γραμμές,εμπόρια,έργα,ραντεβού,τέχνες
Χόμπι,επιδιώξεις,χόμπι
occupants => επιβάτες, occultists => αποκρυφιστές, occultisms => αποκρυφισμός, occluding => αποφρακτικό, occludes => αποκλείει,