Greek Meaning of nonvocal
nonvocal
Other Greek words related to nonvocal
Nearest Words of nonvocal
- nonvolatile => μη πτητικό
- nonvolatile storage => Μη πτητική αποθήκευση
- non-volatile storage => Μη πτητική μνήμη
- nonvolatilisable => Μη πτητικό
- nonvolatilizable => Μη πτητικό
- nonvoluntary => ακούσιος
- nonwashable => Αυτός που δεν πλένεται
- non-water-soluble => αδιάλυτο στο νερό
- nonwoody => Αξύλωτος
- nonworker => μη εργαζόμενος
Definitions and Meaning of nonvocal in English
nonvocal (a.)
Not vocal; destitute of tone.
nonvocal (n.)
A nonvocal consonant.
FAQs About the word nonvocal
Definition not available
Not vocal; destitute of tone., A nonvocal consonant.
άναρθρος,άηχος,Ξερός,βουβός,σιωπηλός,άλαλος,άφωνος,μητέρα,αглуτισμένος,άφωνος
αρθρωτός,κοινωτικός,εύγλωττος,μιλώντας,ομιλώντας,φωνητικός,άπταιστα,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά
nonvisual => Μη οπτικός, nonviscid => μη ιξώδες, nonviolently => μη βίαια, nonviolent resistance => Μη βίαιη αντίσταση, nonviolent => Μη βίαιος,