Greek Meaning of no-go

απαγορευμένη περιοχή

Other Greek words related to απαγορευμένη περιοχή

Definitions and Meaning of no-go in English

Wordnet

no-go (a)

not functioning properly or in suitable condition for proceeding

FAQs About the word no-go

απαγορευμένη περιοχή

not functioning properly or in suitable condition for proceeding

έλα,κάνω,Μάρτιος,προχωρώ,Πρόοδος,πρόοδος,έλα,τιμή,σφυρηλατώ,Κερδίζω έδαφος

έλεγχος,εμποδίζω,εμποδίζω,μένω,στάση,μένω,σταματάω,σύλληψη,βαλκ,μπλοκ

noght => όχι, nogging => ξύλινη γέμιση, noggin => Κεφάλι, noggen => Κρανίο, nogales => Νογκάλες,