Greek Meaning of natural language
Φυσική γλώσσα
Other Greek words related to Φυσική γλώσσα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of natural language
- natural immunity => Φυσική ανοσία
- natural history => Φυσική ιστορία
- natural glass => Φυσικό γυαλί
- natural gas => φυσικό αέριο
- natural fibre => Φυσικές ίνες
- natural fiber => φυσικές ίνες
- natural family planning => Φυσικός οικογενειακός προγραμματισμός
- natural event => Φυσικό γεγονός
- natural endowment => Φυσικό χάρισμα
- natural enclosure => Φυσικό περίφραγμα
- natural language processing => Επεξεργασία φυσικής γλώσσας
- natural language processing application => Εφαρμογή επεξεργασίας φυσικής γλώσσας
- natural language processor => Επεξεργαστής Φυσικής Γλώσσας
- natural law => φυσικός νόμος
- natural logarithm => Φυσικός λογάριθμος
- natural number => Φυσικός αριθμός
- natural object => Φυσικό αντικείμενο
- natural order => φυσική σειρά
- natural phenomenon => Φυσικό φαινόμενο
- natural philosophy => Φυσική Φιλοσοφία
Definitions and Meaning of natural language in English
natural language (n)
a human written or spoken language used by a community; opposed to e.g. a computer language
FAQs About the word natural language
Φυσική γλώσσα
a human written or spoken language used by a community; opposed to e.g. a computer language
No synonyms found.
No antonyms found.
natural immunity => Φυσική ανοσία, natural history => Φυσική ιστορία, natural glass => Φυσικό γυαλί, natural gas => φυσικό αέριο, natural fibre => Φυσικές ίνες,