Greek Meaning of natural gas
φυσικό αέριο
Other Greek words related to φυσικό αέριο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of natural gas
- natural fibre => Φυσικές ίνες
- natural fiber => φυσικές ίνες
- natural family planning => Φυσικός οικογενειακός προγραμματισμός
- natural event => Φυσικό γεγονός
- natural endowment => Φυσικό χάρισμα
- natural enclosure => Φυσικό περίφραγμα
- natural elevation => φυσική έξαρση
- natural depression => φυσική κατάθλιψη
- natural covering => Φυσική επικάλυψη
- natural childbirth => Φυσιολογικός τοκετός
- natural glass => Φυσικό γυαλί
- natural history => Φυσική ιστορία
- natural immunity => Φυσική ανοσία
- natural language => Φυσική γλώσσα
- natural language processing => Επεξεργασία φυσικής γλώσσας
- natural language processing application => Εφαρμογή επεξεργασίας φυσικής γλώσσας
- natural language processor => Επεξεργαστής Φυσικής Γλώσσας
- natural law => φυσικός νόμος
- natural logarithm => Φυσικός λογάριθμος
- natural number => Φυσικός αριθμός
Definitions and Meaning of natural gas in English
natural gas (n)
a fossil fuel in the gaseous state; used for cooking and heating homes
FAQs About the word natural gas
φυσικό αέριο
a fossil fuel in the gaseous state; used for cooking and heating homes
No synonyms found.
No antonyms found.
natural fibre => Φυσικές ίνες, natural fiber => φυσικές ίνες, natural family planning => Φυσικός οικογενειακός προγραμματισμός, natural event => Φυσικό γεγονός, natural endowment => Φυσικό χάρισμα,