FAQs About the word menially

δουλοπρεπώς

in a menial manner

ταπεινός,δουλοπρεπής,ταπεινός,βάση,δουλοπρεπής,κόσμιος,κολακεία,απελπισμένος,Ως αρνί,ταπεινός

αλαζόνας,Υπερόπτης,αυταρχικός,εύγενος,υποτιμητικός,ανώτερος,υπερόπτης,αυταρχικός

menial => ασήμαντος, menhir => Μενίρ, menhaden oil => έλαιο μενχάντεν, menhaden => Μενχάντεν, menge => Menge,