Greek Meaning of menially
δουλοπρεπώς
Other Greek words related to δουλοπρεπώς
Nearest Words of menially
Definitions and Meaning of menially in English
menially (r)
in a menial manner
FAQs About the word menially
δουλοπρεπώς
in a menial manner
ταπεινός,δουλοπρεπής,ταπεινός,βάση,δουλοπρεπής,κόσμιος,κολακεία,απελπισμένος,Ως αρνί,ταπεινός
αλαζόνας,Υπερόπτης,αυταρχικός,εύγενος,υποτιμητικός,ανώτερος,υπερόπτης,αυταρχικός
menial => ασήμαντος, menhir => Μενίρ, menhaden oil => έλαιο μενχάντεν, menhaden => Μενχάντεν, menge => Menge,