Greek Meaning of maturer
πιο ώριμος
Other Greek words related to πιο ώριμος
Nearest Words of maturer
- maturescent => ώριμος
- maturing => ώριμος
- maturity => ωριμότητα
- maturity date => ημερομηνία λήξης
- maturity-onset diabetes => σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
- maturity-onset diabetes mellitus => Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
- matutinal => πρωινός
- matutinary => πρωινός
- matutine => αργοπορημένες
- matweed => Καλαμάκι
Definitions and Meaning of maturer in English
maturer (n.)
One who brings to maturity.
FAQs About the word maturer
πιο ώριμος
One who brings to maturity.
ώριμος,ώριμος,ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,μεγαλύτερος,ώριμο,γήρανση,πλήρης,πλήρης
Έφηβος,Πράσινο,Ανώριμος,ανήλικος,Νεαρός,νεανικός,ανθισμένος,ανθηρός,ακμάζων,ανθοφορία
mature-onset diabetes => Σaκχαρώδης διαβήτης τύπου 2, matureness => ωριμότητα, maturement => ώριμα, maturely => ώριμα, matured => ώριμος,