Greek Meaning of maturer

πιο ώριμος

Other Greek words related to πιο ώριμος

Definitions and Meaning of maturer in English

Webster

maturer (n.)

One who brings to maturity.

FAQs About the word maturer

πιο ώριμος

One who brings to maturity.

ώριμος,ώριμος,ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,μεγαλύτερος,ώριμο,γήρανση,πλήρης,πλήρης

Έφηβος,Πράσινο,Ανώριμος,ανήλικος,Νεαρός,νεανικός,ανθισμένος,ανθηρός,ακμάζων,ανθοφορία

mature-onset diabetes => Σaκχαρώδης διαβήτης τύπου 2, matureness => ωριμότητα, maturement => ώριμα, maturely => ώριμα, matured => ώριμος,