FAQs About the word looby

Λόμπι

An awkward, clumsy fellow; a lubber.

Μεταγλώττιση,κοιτάζω,αδέξιος,Μπούλης,εξόγκωμα,βουτυρόχειρας,κλωτσοσκούφι,Τούμπανο,αναιδής,σκονταφτός

No antonyms found.

loobily => loobily, loobies => λόμπι, loob => Γκάνγκστερ, loo => τουαλέτα, lontar => Lontar,