Greek Meaning of jarringly
τσιριχτά
Other Greek words related to τσιριχτά
Nearest Words of jarringly
Definitions and Meaning of jarringly in English
jarringly (r)
in a manner that jars and irritates
jarringly (adv.)
In a jarring or discordant manner.
FAQs About the word jarringly
τσιριχτά
in a manner that jars and irritatesIn a jarring or discordant manner.
εξόγκωμα,σύγκρουση,επίδραση,σκούντημα,σοκ,χτύπημα,κτύπημα,χτύπημα,Μπουφές,Σύνδρομο διάσεισης
αποδέχομαι,Τα πάω καλά,συμφωνώ,Συνύπαρξη,συμφωνώ,συγκατάθεση,συγκατάθεση
jarring => ενοχλητικός, jarrell => Τζάρελ, jarred => ταραγμένος, jarrah => τζάρα, jar-owl => Γλάστρα-κουκουβάγια,