Greek Meaning of jarful

βαζάκι γεμάτο

Other Greek words related to βαζάκι γεμάτο

Definitions and Meaning of jarful in English

Wordnet

jarful (n)

the quantity contained in a jar

FAQs About the word jarful

βαζάκι γεμάτο

the quantity contained in a jar

εξόγκωμα,σύγκρουση,επίδραση,σκούντημα,σοκ,χτύπημα,κτύπημα,χτύπημα,Μπουφές,Σύνδρομο διάσεισης

αποδέχομαι,Τα πάω καλά,συμφωνώ,Συνύπαρξη,συμφωνώ,συγκατάθεση,συγκατάθεση

jards => γιάρδες, jardiniere => Βαζό, jarble => Τζάρμπλ, jararaca => Τζαραράκα, jar against => συγκρούονται με,