FAQs About the word irresistibly

ακαταμάχητα

incapable of being resistedIn an irrestible manner.

μεταδοτικός,συντριπτικός,μεταδοτικός,επιδημία,συντριπτικός,εξάπλωση,απτός,αλίευση,αγαπημένος,ελκυστικό

No antonyms found.

irresistibleness => ακαταμάχητη, irresistible impulse => ακαταμάχητος παρόρμηση, irresistible => ακαταμάχητος, irresistibility => ακαταμάχητο, irresistance => ακαταμάχητος,