FAQs About the word intime

Definition not available

Inward; internal; intimate.

τελικά,τελικά,μια μέρα,κάποτε,σύντομα,ακόμη,επιτέλους,наконец,επιτέλους,σύντομα

ποτέ,ποτέ,ποτέ ξανά

intimation => υπόνοια, intimating => υπονοώντας, intimated => υπαινικτικός, intimacy => οικειότητα, intifadah => Ιντιφάντα,