Greek Meaning of intersecting
τομής
Other Greek words related to τομής
Nearest Words of intersecting
- intersection => διασταύρωση
- intersection point => σημείο τομής
- intersectional => διασταυρούμενος
- interseminate => ενδιάμεση σπορά
- interseptal => μεσοφραγματικός
- intersert => Διασταύρωση
- interserted => διασπαρμένος
- interserting => ενδιαφέρον
- interserttion => διασταύρωση
- inter-service support => Ενδοϋπηρεσιακή υποστήριξη
Definitions and Meaning of intersecting in English
intersecting (s)
crossed or intersected in the form of an X
intersecting (p. pr. & vb. n.)
of Intersect
FAQs About the word intersecting
τομής
crossed or intersected in the form of an Xof Intersect
γειτονικός,επικαλυπτόμενος,υποκείμενος,παντού,ομοαξονικός,παράλληλος,συγκλίνων,διασταυρούμενη,επικάλυψη,στοίβα
μη ταυτόχρονος,μη συνεπής
intersected => διασταυρούμενος, intersectant => διασταύρωση, intersect => διασταυρώνω, intersecant => τέμνον, interscribing => ενδιάγραφος,