Greek Meaning of overlapping
επικαλυπτόμενος
Other Greek words related to επικαλυπτόμενος
Nearest Words of overlapping
Definitions and Meaning of overlapping in English
overlapping (n)
covering with a design in which one element covers a part of another (as with tiles or shingles)
FAQs About the word overlapping
επικαλυπτόμενος
covering with a design in which one element covers a part of another (as with tiles or shingles)
γειτονικός,συγκλίνων,τομής,στοίβα,τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο,υποκείμενος,παντού,ομοαξονικός,συνεισπίπτων,ταυτόχρονος
μη ταυτόχρονος,μη συνεπής
overlap => επικάλυψη, overlanguaged => υπερβολικά γλωσσισμένος, overlander => αυτοκίνητο παντός εδάφους, overland => δια ξηράς, overlain => επικαλυμμένος,