Greek Meaning of internality
εσωτερικότητα
Other Greek words related to εσωτερικότητα
Nearest Words of internality
- internalise => εκλογικεύω
- internalisation => εσωτερίκευση
- internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης
- internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης
- internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία
- internal secretion => Ενδοκρινής έκκριση
- internal rhyme => Εσωτερική ομοιοκαταληξία
- internal revenue service => Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων
- internal revenue agent => Εφοριακός ελεγκτής
- internal revenue => εσωτερικά έσοδα
- internalization => εσωτερίκευση
- internalize => εσωτερικεύω
- internally => εσωτερικά
- internasal => εσωτερική μύτη
- internasal suture => Εσωτερική ρινική ραφή
- international => Διεθνής
- international affairs => Διεθνείς υποθέσεις
- international ampere => διεθνές αμπέρ
- international association of lions clubs => Διεθνής ένωση λεσχών Lions
- international atomic energy agency => Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας
Definitions and Meaning of internality in English
internality (n)
preoccupation with what concerns human inner nature (especially ethical or ideological values)
internality (n.)
The state of being internal or within; interiority.
FAQs About the word internality
εσωτερικότητα
preoccupation with what concerns human inner nature (especially ethical or ideological values)The state of being internal or within; interiority.
εσωτερικός,εσωτερικός,μέσα,προς τα μέσα,κεντρικός,εσώτερος,βαθύτερος,μέση,μέση
εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικός,έξω,εξωτερικός,επιφάνεια,εξωτερικότατος,εξώτατο
internalise => εκλογικεύω, internalisation => εσωτερίκευση, internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία,