Greek Meaning of internality

εσωτερικότητα

Other Greek words related to εσωτερικότητα

Definitions and Meaning of internality in English

Wordnet

internality (n)

preoccupation with what concerns human inner nature (especially ethical or ideological values)

Webster

internality (n.)

The state of being internal or within; interiority.

FAQs About the word internality

εσωτερικότητα

preoccupation with what concerns human inner nature (especially ethical or ideological values)The state of being internal or within; interiority.

εσωτερικός,εσωτερικός,μέσα,προς τα μέσα,κεντρικός,εσώτερος,βαθύτερος,μέση,μέση

εξωτερικός,εξωτερικός,εξωτερικός,έξω,εξωτερικός,επιφάνεια,εξωτερικότατος,εξώτατο

internalise => εκλογικεύω, internalisation => εσωτερίκευση, internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία,