Greek Meaning of internalisation
εσωτερίκευση
Other Greek words related to εσωτερίκευση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of internalisation
- internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης
- internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης
- internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία
- internal secretion => Ενδοκρινής έκκριση
- internal rhyme => Εσωτερική ομοιοκαταληξία
- internal revenue service => Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων
- internal revenue agent => Εφοριακός ελεγκτής
- internal revenue => εσωτερικά έσοδα
- internal respiration => Εσωτερική αναπνοή
- internal representation => Εσωτερική αναπαράσταση
- internalise => εκλογικεύω
- internality => εσωτερικότητα
- internalization => εσωτερίκευση
- internalize => εσωτερικεύω
- internally => εσωτερικά
- internasal => εσωτερική μύτη
- internasal suture => Εσωτερική ρινική ραφή
- international => Διεθνής
- international affairs => Διεθνείς υποθέσεις
- international ampere => διεθνές αμπέρ
Definitions and Meaning of internalisation in English
internalisation (n)
learning (of values or attitudes etc.) that is incorporated within yourself
FAQs About the word internalisation
εσωτερίκευση
learning (of values or attitudes etc.) that is incorporated within yourself
No synonyms found.
No antonyms found.
internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης, internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία, internal secretion => Ενδοκρινής έκκριση, internal rhyme => Εσωτερική ομοιοκαταληξία,