Greek Meaning of intermediately

μέτρια

Other Greek words related to μέτρια

Definitions and Meaning of intermediately in English

Wordnet

intermediately (r)

to an intermediate degree

Webster

intermediately (adv.)

In an intermediate manner; by way of intervention.

FAQs About the word intermediately

μέτρια

to an intermediate degreeIn an intermediate manner; by way of intervention.

μέσος,διάμεσος,μέτριος,μέσο,μέση,μέτριος,μέτριο μέγεθος,μεσαίου μεγέθους,σεμνός,λογικός

υπερβολικός,ακραίο,σπάνιος,ιδιαίτερος,ασυνήθιστο,διακριτικός,Εξαιρετικός.,άτομο,ιδιωτικό,περίεργο

intermediate wheatgrass => Σιτάρι ενδιάμεσο, intermediate vector boson => Μεσολαβητικά μποζόνια μεταφοράς, intermediate temporal artery => Μέση κροταφική αρτηρία, intermediate host => Ενδιάμεσος ξενιστής, intermediate => μεσαίο,