Greek Meaning of interiority
εσωτερικότητα
Other Greek words related to εσωτερικότητα
Nearest Words of interiority
- interiorise => Εσωτερικεύω
- interior secretary => Υπουργός Εσωτερικών
- interior monologue => Εσωτερικός μονόλογος
- interior live oak => Εσωτερικό ζωντανό δέντρο βελανιδιάς
- interior door => Εσωτερική πόρτα
- interior designer => εσωτερικός σχεδιαστής
- interior design => Εσωτερικός σχεδιασμός
- interior department => Υπουργείο Εσωτερικών
- interior decorator => Διακοσμητής εσωτερικών χώρων
- interior decoration => Εσωτερική διακόσμηση
Definitions and Meaning of interiority in English
interiority (n.)
State of being interior.
FAQs About the word interiority
εσωτερικότητα
State of being interior.
Ουσία,εσωτερικός,ψυχή,σύνθεση,ουσιώδες,κατασκευή,υλικό,δυνατότητα,δυνητικός,πνεύμα
No antonyms found.
interiorise => Εσωτερικεύω, interior secretary => Υπουργός Εσωτερικών, interior monologue => Εσωτερικός μονόλογος, interior live oak => Εσωτερικό ζωντανό δέντρο βελανιδιάς, interior door => Εσωτερική πόρτα,