Greek Meaning of interiority

εσωτερικότητα

Other Greek words related to εσωτερικότητα

Definitions and Meaning of interiority in English

Webster

interiority (n.)

State of being interior.

FAQs About the word interiority

εσωτερικότητα

State of being interior.

Ουσία,εσωτερικός,ψυχή,σύνθεση,ουσιώδες,κατασκευή,υλικό,δυνατότητα,δυνητικός,πνεύμα

No antonyms found.

interiorise => Εσωτερικεύω, interior secretary => Υπουργός Εσωτερικών, interior monologue => Εσωτερικός μονόλογος, interior live oak => Εσωτερικό ζωντανό δέντρο βελανιδιάς, interior door => Εσωτερική πόρτα,