Greek Meaning of instantaneity
ακαριαίοτητα
Other Greek words related to ακαριαίοτητα
Nearest Words of instantaneity
Definitions and Meaning of instantaneity in English
instantaneity (n.)
Quality of being instantaneous.
FAQs About the word instantaneity
ακαριαίοτητα
Quality of being instantaneous.
άμεσος,άμεσος,γρήγορος,κλάσμα δευτερολέπτου,γρήγορος,προτροπή,γρήγορος,γρήγορος,αμέσως,περίληψη
παρατεταμένος,αργός,Αργός,αναβληθέν,καθυστερημένος,καθυστερημένος,παρατεταμένος,αργοπορημένος
instant replay => άμεση επανάληψη, instant coffee => Άμεσος καφές, instant => άμεσος, instancy => άμεσα, instancing => δημιουργία παρουσίας,