Greek Meaning of in love
ερωτευμένος
Other Greek words related to ερωτευμένος
Nearest Words of in love
- in loco => επιτόπου
- in line => στη σειρά
- in league => σε συμμαχία
- in large quantities => σε μεγάλες ποσότητες
- in kind => σε είδος
- in its own right => καθεαυτό
- in his right mind => στη σωστή του διάνοια
- in his own right => από δικά του δικαιώματα
- in high spirits => με καλή διάθεση
- in hiding => κρυμμένος
- in low spirits => Θλιμμένος (thliménos)
- in name => κατ' όνομα
- in name only => μόνο στο όνομα
- in no time => Στιγμιαία
- in on => στη
- in one case => σε μια περίπτωση
- in one ear => με το ένα αυτί
- in one's birthday suit => στα γενέθλιά του γυμνός
- in one's own right => από μόνος του
- in operation => Σε λειτουργία
Definitions and Meaning of in love in English
in love (s)
marked by foolish or unreasoning fondness
FAQs About the word in love
ερωτευμένος
marked by foolish or unreasoning fondness
εκτιμώ,απολαμβάνω,θησαυρός,Αξία,θαυμάζω,εκτιμώ,σαν,βραβείο,Σεβασμός,λιχουδιά
καταφρονώ,υποτιμώ,εγκαταλείπω,υποτιμώ,Περιφρόνηση,μειώνω,υποτιμάω,ξεχάσω,ελαχιστοποιώ,περιφρόνηση
in loco => επιτόπου, in line => στη σειρά, in league => σε συμμαχία, in large quantities => σε μεγάλες ποσότητες, in kind => σε είδος,