Greek Meaning of impenetrably
απροσπέλαστος
Other Greek words related to απροσπέλαστος
Nearest Words of impenetrably
Definitions and Meaning of impenetrably in English
impenetrably (adv.)
In an impenetrable manner or state; imperviously.
FAQs About the word impenetrably
απροσπέλαστος
In an impenetrable manner or state; imperviously.
κοντά,πυκνό,απροσπέλαστος,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,απόρθητος,παχύς,συμπαγής,απέραστο,στερεός
Διαπραγματεύσιμο,ικανοποιητικός,Διαπεραστός,Διαπερατό,μαλακός,ελαστικός,ευέλικτος,Giving = Δίνοντας,λειαντός,εύκαμπτος, εύπλαστος
impenetrableness => αδιαπερατότητα, impenetrable => Αδιαπέραστο, impenetrability => αδιαπερατότητα, impending => επικείμενος, impendent => επικείμενος/η/ο,