Greek Meaning of holdover

υπόλειμμα

Other Greek words related to υπόλειμμα

Definitions and Meaning of holdover in English

Wordnet

holdover (n)

an official who remains in office after his term

something that has survived from the past

FAQs About the word holdover

υπόλειμμα

an official who remains in office after his term, something that has survived from the past

αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω,βάζω πάνω,αναβάλλω (σε),κρατήστε,Ενδιάμεση στάση,αναβάλλω,αποστείλω,περιμένω

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

holdout => ανθεκτικός, holding yard => Χώρος κράτησης, holding pen => πρόβατα, holding pattern => holding pattern, holding paddock => Περιφραγμένος χώρος συγκράτησης,