Greek Meaning of highschool

Λύκειο

Other Greek words related to Λύκειο

Definitions and Meaning of highschool in English

Wordnet

highschool (n)

a public secondary school usually including grades 9 through 12

FAQs About the word highschool

Λύκειο

a public secondary school usually including grades 9 through 12

δημόσιο σχολείο,δημοτικό σχολείο,Γραμματική σχολή,Γυμνάσιο,Νηπιαγωγείο,Γυμνάσιο,Δημοτικό σχολείο,Δημόσιο σχολείο,σχολείο,Γυμνάσιο

No antonyms found.

highroad => δρόμος, high-risk => υψηλού κινδύνου, high-rise => Ουρανοξύστης, high-resolution => υψηλής ανάλυσης, high-red => κατακόκκινο,