Greek Meaning of hang in

Αντέξτε

Other Greek words related to Αντέξτε

Definitions and Meaning of hang in in English

Wordnet

hang in (v)

be persistent, refuse to stop

FAQs About the word hang in

Αντέξτε

be persistent, refuse to stop

υποφέρω,Συνέχισε,αντιμετωπίζω,υπομένω,Τα πάω καλά,τα βγάζω πέρα,πήγαινε πάνω,βγω,διαχειρίζομαι,τιμή

κόβω,διανέμω,βγαίνω,Τελειώνω,σταματάω,Σπάω,βλάβη,κατάρρευση,σύγκρουση,λήγει

hang gliding => Αετοπτερισμός, hang glider => Αλεξίπτωτο ανεμόπτερο, hang glide => Αλεξίπτωτο πλαγιάς, hang by a thread => κρέμομαι από μια κλωστή, hang by a hair => κρέμαμαι από μια τρίχα,